Όχι, το σενάριο δεν είναι και κάτι το ιδιαίτερο. Ίσα-ίσα που έχει παίξει πολλές φορές στη μεγάλη οθόνη και κατ’ επέκταση στο γυαλί, μία ιστορία ενός γάμου που έχει πάρει την κατιούσα και πρόκειται να διαλυθεί.
Στην ταινία αυτή, ο σκηνοθέτης κοιτάζει κατάματα τη συντριβή του έρωτα, μέσα από πολύ δεμένα πλάνα και σκηνές που δεν κουράζουν.
Η απλότητα που σου αποπνέει το όλο δημιούργημα, είναι κι αυτή που το καθιστά ξεχωριστό. Χωρίς ιδιαίτερες φιοριτούρες, χωρίς κάποια εφέ και καλοστημένο μοντάζ, είναι σαν να έχεις χώσει μια κρυφή κάμερα στη ζωή ενός ζευγαριού που βρίσκεται υπό διάλυση.
Ο Μπάουμπακ, αποκαλύπτει προσεκτικά τι πήγε στραβά στη σχέση των πρωταγωνιστών, οι οποίοι ενώ δεν μπορούν να ζήσουν πια μαζί, εξακολουθούν να είναι ερωτευμένοι.
Η “Ιστορία Γάμου”, ξεκινά ενώ ήδη έχει συμβεί και δίνει έμφαση στα νομικά γεγονότα και στην ασχήμια που φέρει ένα διαζύγιο, παρ’ όλο που το ζευγάρι ήθελε αρχικά να εκδοθεί κοινή συναινέσει, για να προφυλάξει το γιο του από την ψυχοφθόρα διαδικασία.
Οι καλές τους προθέσεις όμως, οδηγούν σε μετωπική σύγκρουση, βρίσκοντας και τους δύο πολύ πληγωμένους και ευάλωτους.
Νεύρα, εγωισμός και θλίψη, κλάματα και υστερίες, είναι τα όπλα που δίνει ο σκηνοθέτης στους πρωταγωνιστές του για να υποδυθούν αυτό το δράμα που ζουν. Κι εκείνοι το κάνουν με μεγάλη μαεστρία.
Η Γιόχανσον κι ο Ντράιβερ, με το βλέμμα στο κενό, θυμούνται τις άλλοτε ευχάριστες αναμνήσεις που τους έδεναν και οι ερμηνείες τους είναι αφοπλιστικά ανθρώπινες.
Το συναίσθημα που αποκτάς παρακολουθώντας τους, είναι καθαρά αυτό της ήττας, όταν αντικρίζεις δύο ανθρώπους που κάποτε αγαπήθηκαν πολύ να φέρονται σαν τους χειρότερους εχθρούς.
Στο τέλος, παρουσιάζονται και οι δυο να έχουν προχωρήσει τις ζωές τους, αλλά η φλόγα της αγάπης να παραμένει άσβεστη, φτάνοντας στο σημείο η απώλεια να γίνεται συνήθεια.